Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

λύρα


Κρητική Λύρα




Συναντάται σε τρεις τύπους:

    το λυράκι, 
    την κοινή λύρα
    βροντόλυρα. 
    Έχουν τρεις χορδές, σήμερα μεταλλικές, παλιότερα εντέρινες, που κουρδίζονται κατά πέμπτες καθαρές ή ακόμη και αλά τούρκα, δηλαδή κατά διαστήματα πέμπτης και τέταρτης καθαρής. Διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος, τον ήχο που παράγουν και τη χρήση. 

    Η βιολόλυρα είναι ένας άλλος τύπος λύρας, που δημιουργείται γύρω στο 1925, με εμφανείς επιδράσεις από το βιολί.

     Όλα τα παραπάνω μουσικά όργανα παίζονται με τόξο. Παλιότερα στο τόξο κρεμούσαν μια σειρά από μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, τα οποία, με τις κινήσεις του τόξου, πρόσφεραν ένα είδος χαρακτηριστικής αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας της λύρας. 

    Η λύρα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα, δεν είναι βέβαιο από πότε άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κρήτη.

    Παλαιότερα παιζόταν σ' όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης ή λυριστής έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του. Στις μέρες μας, με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού, περιορίζεται πλέον στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα (Κάσος, Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (Δράμα, Σέρρες και πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη). Από την εποχή του μεσοπολέμου, στα εργαστήρια των Κρητών οργανοποιών, το αρχέτυπο λυράκι υπέστη μια σειρά από μορφολογικές αλλαγές, σύμφωνα με το πρότυπο του λαϊκού βιολιού, καταλήγοντας στη βιολόλυρα και στο νεότερο τύπο κρητικής λύρας, με περισσότερες δεξιοτεχνικές δυνατότητες για τους επαγγελματίες λυράρηδες